- ιατροδικαστικός
- η , ό[ν] судебно-медицинский;
ιατροδικαστική γνωμάτευση — судебно-медицинское заключение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιατροδικαστική γνωμάτευση — судебно-медицинское заключение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιατροδικαστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιατροδικαστή («ιατροδικαστική εξέταση τού πτώματος») 2. το θηλ. ως ουσ. η ιατροδικαστική κλάδος τής ιατρικής που βοηθά τη δικαιοσύνη σε ζητήματα αστικού και ποινικού δικαίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιατροδικαστής … Dictionary of Greek
ιατροδικαστικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τον ιατροδικαστή: Ιατροδικαστική εξέταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)